- γουστόζος
- -α, -ο και -ικοο γουστόζικος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gustoso].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γουστόζος, -α, -ικο — γουστόζικος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γουστόζικος — η, ο 1. χαριτωμένος, κομψός 2. διασκεδαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο σχηματισμένο από το ουδέτερο τού γουστόζος*] … Dictionary of Greek